- μουσαμαδένιος
- -α, -οκατασκευασμένος από μουσαμά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πληθ. μουσαμάδ-ες τού μουσαμάς + κατάλ. -ένιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μουσαμαδένιος, -ια — ιο ο κατασκευασμένος από μουσαμά: Μουσαμαδένιο πάτωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)